- ομόνομος
- (I)ὁμόνομος, -ον (Α)αυτός που διέπεται από τους ίδιους νόμους ή αυτός που υπακούει στους ίδιους νόμους.[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)-* + -νομος*].————————(II)ὁμόνομος, -ον (Α)αυτός που νέμεται, που βόσκει μαζί με άλλον ή άλλους.[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)-* + νομός / νομή].
Dictionary of Greek. 2013.