ομόνομος

ομόνομος
(I)
ὁμόνομος, -ον (Α)
αυτός που διέπεται από τους ίδιους νόμους ή αυτός που υπακούει στους ίδιους νόμους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)-* + -νομος*].
————————
(II)
ὁμόνομος, -ον (Α)
αυτός που νέμεται, που βόσκει μαζί με άλλον ή άλλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)-* + νομός / νομή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ὁμόνομος — under the same laws masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμόνομον — ὁμόνομος under the same laws masc/fem acc sg ὁμόνομος under the same laws neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμόνομοι — ὁμόνομος under the same laws masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ομ(ο)- — [ΑΜ ὁμ(ο) ] α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ὁμός και δηλώνει ότι: α) κάτι γίνεται μαζί, ταυτοχρόνως με κάτι άλλο (πρβλ. ομο βλαστώ, ομο βροντία, ομό δουπος, ομό ζευκτος, ομο θαμνώ) β) το δηλούμενο …   Dictionary of Greek

  • -νόμος — και νομος (ΑΜ νόμος και νομος) β συνθετικό πολλών ουσιαστικών και επιθέτων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουσιαστικό νόμος. Τα σύνθετα αυτά εμφανίζονται τόσο ως προπαροξύτονα όσο και ως παροξύτονα. Τα προπαροξύτονα σε νομος είναι εκείνα τών… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”